εἰσαγωγικός

εἰσαγωγικός
εἰσᾰγωγ-ικός, ή, όν,
A of or for importation, τέλη import duties, opp. ἐξαγωγικά, Str.17.1.13.
II introductory, elementary,

συλλογισμοί Chrysipp.Stoic.2.7

, Ptol. Tetr.16, etc. Adv.

-κῶς Papp.

adApollon.Perg.Con.Prooem.5 : [comp] Comp.

-ώτερον Ph.Fr.8H.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εἰσαγωγικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή, που γίνεται ή χρησιμεύει για εισαγωγή: Εισαγωγικές εξετάσεις. – Εισαγωγικό μάθημα στη φιλοσοφία. 2. που έχει σχέση με την εμπορική εισαγωγή: Εισαγωγικός δασμός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσαγωγικά — εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc pl εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc/acc dual εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικώτερον — εἰσαγωγικός of adverbial comp εἰσαγωγικός of masc acc comp sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικῶν — εἰσαγωγικός of fem gen pl εἰσαγωγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικόν — εἰσαγωγικός of masc acc sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικαῖς — εἰσαγωγικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικαί — εἰσαγωγικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικοῖς — εἰσαγωγικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγικοί — εἰσαγωγικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”